- βαθύπτερος
- (bathypterus). Γένος ψαριών της οικογένειας των μυκτοφιδών. Ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη, στον Β Ειρηνικό (μέχρι 1.500 μ.) και έχουν ιδιόμορφα θωρακικά πτερύγια. Σε αυτά, οι δύο ανώτερες ακτίνες αναπτύσσονται υπέρμετρα και φτάνουν μέχρι την ουρά, παίρνοντας νηματοειδή μορφή. Τα θωρακικά πτερύγια μαζί με το ζεύγος των κεραιών αποτελούν τα όργανα αφής και προσανατολισμού του ζώου αφού τα μάτια του έχουν καταστεί ατροφικά, γιατί ζει σε μεγάλα βάθη όπου το φως που διεισδύει είναι ελάχιστο. Ορισμένες ακτίνες των κοιλιακών πτερυγίων παίζουν ρόλο οργάνων ισορροπίας.
Dictionary of Greek. 2013.