βαθύπτερος

βαθύπτερος
(bathypterus). Γένος ψαριών της οικογένειας των μυκτοφιδών. Ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη, στον Β Ειρηνικό (μέχρι 1.500 μ.) και έχουν ιδιόμορφα θωρακικά πτερύγια. Σε αυτά, οι δύο ανώτερες ακτίνες αναπτύσσονται υπέρμετρα και φτάνουν μέχρι την ουρά, παίρνοντας νηματοειδή μορφή. Τα θωρακικά πτερύγια μαζί με το ζεύγος των κεραιών αποτελούν τα όργανα αφής και προσανατολισμού του ζώου αφού τα μάτια του έχουν καταστεί ατροφικά, γιατί ζει σε μεγάλα βάθη όπου το φως που διεισδύει είναι ελάχιστο. Ορισμένες ακτίνες των κοιλιακών πτερυγίων παίζουν ρόλο οργάνων ισορροπίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαθύπτερον — βαθύπτερος deep winged masc/fem acc sg βαθύπτερος deep winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”